- θεόπαις
- θεόπαιςchild of the godsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεόπαις — θεόπαις, ὁ, ἡ (AM) παιδί θεού μσν. (για τη θεοτόκο) τέκνο τού θεού («ἡ θεόπαις Μαριάμ») αρχ. φρ. «θεόπαις Βαθυλών» η θεϊκή Βαβυλώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + παις (< παις), πρβλ. αεί παις, καλλί παις] … Dictionary of Greek
θεόπαιδα — θεόπαις child of the gods masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόπαιδι — θεόπαις child of the gods masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόπαιδος — θεόπαις child of the gods masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek